- κορῶν
- κόρηgirlfem gen pl (attic)κορέωsatiatepres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κορῶν — Κόρα fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρων — κόρος 1 satiety masc gen pl κόρος 2 boy masc gen pl κόρος 3 besom masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάρου — Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου εκτίθενται μερικά από τα σημαντικότερα και ομορφότερα δείγματα τέχνης που άνθησε στις Κυκλάδες και έφτασε στο απόγειό της τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. Αν και αποτελείται μόνο από τρεις αίθουσες και μια αυλή, είναι… … Dictionary of Greek
Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция … Википедия
Krähe, die — Die Krähe, plur. die n, eine Art Vögel mit drey bloßen Vorderzehen und einer Hinterzehe, mit geschuppten schwärzlichen Füßen, einem oben gewölbten, am Ende etwas gebogenen und an der Wurzel haarigen Schnabel, welche zu dem Geschlechte der Raben… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
оброучениѥ — ОБРОУЧЕНИ|Ѥ (182), ˫А с. 1.Сговор, договор о предстоящем браке, скреплявшийся специальным обрядом: и ѿ женитвы сказаѥмии ближици... два брата. къ двѣма сестрама. къ всемъ темъ обрѹчению не бывати. КН 1280, 477в; тогда ѡбрѹчениѥ первоѥ. съ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
TRIBACA — in verbis Petronii Arbitti. Quo margarita cara Tribaca Indica? An ut Matrona ornata phaleris pelagiis Attolat pedes: Significat Bartholino margaritam, quae tribus bacis unionibusque insertis constabat: quippe binos ternosque elenchos, aureâ… … Hofmann J. Lexicon universale
Ταναγραίος — ο / Ταναγραῑος, ΝΑ, και θηλ. Ταναγραία Ν, και θηλ. Ταναγρίς, ίδος, Α αυτός που κατοικεί στην Τανάγρα ή αυτός που κατάγεται από την Τανάγρα νεοελλ. 1. ως επίθ. ταναγραίος, α, ο αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Τανάγρα 2. φρ.… … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek